ορείτις

ορείτις
ὀρεῑτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
βλ. ορείτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορείτης — ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, ίτιδος (Α) 1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος 2. ονομασία ενός λίθου 3. είδος γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (II) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”